- νομογράφος
- νομογράφοςone who drafts lawsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομογράφος — νομογράφος, ὁ (ΑΜ) αυτός που συγγράφει νόμους, νομοθέτης μσν. αυτός που ερμηνεύει τον νόμο ή τον ιουδαϊκό νόμο αρχ. συμβολαιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + γράφος (< γράφω)] … Dictionary of Greek
νομογράφοι — νομογράφος one who drafts laws masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομογράφον — νομογράφος one who drafts laws masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομογράφους — νομογράφος one who drafts laws masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
νομογραφία — η (Α νομογραφία) [νομογράφος] νεοελλ. μαθ. μέθοδος που συνίσταται στην αντικατάσταση τών αριθμητικών υπολογισμών από πίνακες ή γραφικές παραστάσεις με γραμμές κατάλληλα σχεδιασμένες, τών οποίων τα σημεία τομής με άλλες γραμμές καθορίζουν τις… … Dictionary of Greek
νομογραφικός — νομογραφικός, ή, όν (Α) [νομογράφος] αυτός που συντάχθηκε από νομογραφο, από συμβολαιογράφο («νομογραφικὴ ἐπιστολή») … Dictionary of Greek
νομογραφώ — νομογραφῶ, έω (Α) [νομογράφος] γράφω νόμους, σχεδιάζω νόμους … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
Σκόπας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας γλύπτης και αρχιτέκτονας από την Πάρο (περίπου 420 410 π.Χ. περίπου 330 π.Χ.). Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για τη ζωή του: είναι γνωστό ότι κατά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. συνεργάστηκε στη διακόσμηση του… … Dictionary of Greek